- ὑπεσύριζε
- ὑπεσύ̱ριζε , ὑποσυρίζωwhistleimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποσυρίζω — και αττ. τ. ὑποσυρίττω ΜΑ συρίζω ελαφρά (α. «ὑποσυρίττειν ἐναρμόνιον», Ευστ. β. «ἡ ἀρτηρίη μόλις ἀναπνεούσῃ ὑπεσύριζε», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + συρίζω «σφυρίζω, παράγω συριστικό ήχο»] … Dictionary of Greek